Σλάβος — ο, θηλ. Σλάβα, και παλαιά γρφ. Σλαύος, α, Ν (κυρίως στον πληθ.) οι Σλάβοι λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, το πολυαριθμότερο εθνικό και γλωσσικό σώμα λαών στην Ευρώπη, όπου είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην ανατολική, σε μέρος τής κεντρικής Ευρώπης… … Dictionary of Greek
Σοραβοί — και Σόρβοι, οι, Ν δυτικοί Σλάβοι που κατοικούν στην περιοχή τής Λουσατίας, τής ανατολικής Γερμανίας, αλλ. Βένδες … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Μαγδεμβούργο — (Magdeburg). Πόλη (238.000 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Σαξονίας Άνχαλτ. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του Έλβα, κοντά στο Μιτελαντκανάλ, στη συμβολή σημαντικών οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών. Αποτελεί… … Dictionary of Greek
Μάγνος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στην Κύζικο μαζί με άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Απριλίου. 2. Ασκητής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Ιουνίου. II (Magnus). Όνομα επτά βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. Μ. Α’, ο Καλός (1024 … Dictionary of Greek